προξεννία

προξεννία
ἡ, Α
βλ. προξενιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προξενία — η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος] η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων αρχ. 1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”